- ίντριγκα
- η(λ. ισπαν.), μηχανορραφία: Ίντριγκες του παλατιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ίντριγκα — η δολοπλοκία, ραδιουργία, μηχανορραφία, σκευωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ισπαν. intriga < λατ. intricare «περιπλέκω»] … Dictionary of Greek
ξεϊντριγάρομαι — και ξεντριγάρομαι (διαλ.) απαλλάσσομαι από δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ἴντριγκα «δολοπλοκία, ραδιουργία»] … Dictionary of Greek
intrigă — ÍNTRIGĂ, intrigi, s.f. 1. Acţiune (ascunsă) care foloseşte mijloace nepermise pentru realizarea unui scop; uneltire. 2. Schemă generală de fapte şi de acţiuni care reprezintă subiectul unor opere literare. – Din fr. intrigue. Trimis de valeriu,… … Dicționar Român